στιγμόμετρο
Προφορά
Ετυμολογία
στιγμόμετρο στιγμή + μέτρο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στιγμόμετρο
✦ κανόνας για τη μέτρηση των στιγμών και των στίχων, προκειμένου να προσδιορισθούν διαστάσεις και μήκη στη στοιχειοθεσία, ά. στιχόμετρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–