στηλιτικά
Προφορά
Ετυμολογία
στηλιτικά στηλίτης
Ερμηνεία
στηλιτικά
✦ ουσ. ονομ. πολιτικής ανωμαλίας, το 1874, κατά την οποία η αντιπολίτευση απείλησε την κυβέρνηση του Δημ. Βούλγαρη, ότι θα ανεγείρει, μπροστά από τη βουλή, στήλη με τα ονόματα αυτών που ασέβησαν κατά του Συντάγματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–