στεγνός


στεγνός
Προφορά

Ετυμολογία
στεγνός αρχαία ελληνική στεγνός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στεγνός -ή, -ό

✦ όχι βρεγμένος
(μτφ. ) ο χωρίς χρήματα
(μτφ. ) ο χωρίς ικμάδα ή χωρίς αισθήματα: με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα
ξερός
Αντίθετα
υγρός
Επιρρήματα
στεγνά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.