αβάσκαντος
Προφορά
Ετυμολογία
αβάσκαντος μεταγενέστερη ελληνική ἀβάσκαντος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβάσκαντος -η, -ο
✦ ο μη βασκαμένος ή αυτός που δεν τον πιάνει βασκανία, ο αμάτιαστος: με τ’ αβάσκαντα γλυκά του μάτια (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–