σκλήθρα
Προφορά
Ετυμολογία
σκλήθρα μεσαιωνική ελληνική σκλήθρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκλήθρα
✦ είδος υδρόφιλου φυτού, η κλήθρα
✦ σκίζα, πελεκούδι: κι όλα τούτα τα πριονίδια, τις σκλήθρες… τα ξεχύνει πάνω στη θάλασσα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–