σάρα
Προφορά
Ετυμολογία
σάρα σαρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σάρα
✦ απόρριμμα
✦ απότομη ορεινή πλαγιά γεμάτη χαλίκια: μα δες τα δασωμένα πλάγια, τις οχτιές, τις σάρες, τους γκρεμούς (Β. Ρώτας)
✦ συρφετός (μόνο στη φρ. η σάρα και η μάρα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–