σαράβαλο


σαράβαλο
Προφορά

Ετυμολογία
σαράβαλο ίσως από το μεταγενέστερη ελληνική σαράγαρον (= είδος αμαξιού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σαράβαλο

✦ καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση εξαιτίας μεγάλης χρήσης ή πολυκαιρίας
(μτφ. ) άνθρωπος τελείως εξαντλημένος, χωρίς σωματικές δυνάμεις: είχε καταντήσει αγνώριστη από την αγρύπνια κι από τη λύπη, σωστό σαράβαλο (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα
χούφταλο, ερείπιο, σακαράκα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.