σαματάς
Προφορά
Ετυμολογία
σαματάς └τουρκ┘samata
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σαματάς
✦ θόρυβος, ταραχή, φασαρία: εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (συνεκδ.) συμπλοκή, καβγάς
Συνώνυμα
νταβαντούρι, πατιρντί
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–