ρόγχος
Προφορά
Ετυμολογία
ρόγχος αρχαία ελληνική ρ. ῥέγχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρόγχος
✦ θορυβώδης αναπνοή ανθρώπου που κοιμάται, ροχαλητό |(ιατρ.) κάθε αφύσικος αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την ακρόαση του θώρακα
✦ επιθανάτιος ρόγχος, θορυβώδης αναπνοή ετοιμοθάνατου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–