ριπτασμός


ριπτασμός
Προφορά

Ετυμολογία
ριπτασμός αρχαία ελληνική ῥιπτασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ριπτασμός

✦ η κατάσταση του ριπταζόμενου, στριφογύρισμα από ανησυχία και αϋπνία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.