άδολος


άδολος
Προφορά

Ετυμολογία
άδολος αρχαία ελληνική ἄδολος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άδολος -η, -ο

✦ ο χωρίς δόλο, απονήρευτος: κι άναψες πάθη ακοίμητα στην άδολη καρδιά μου (Διον. Σολωμός)
✦ γνήσιος, ανόθευτος

Συνώνυμα
ειλικρινής, αθώος, άκακος
Αντίθετα
δόλιος, δολερός
Επιρρήματα
άδολα (Κ αδόλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.