ραγδαίος
Προφορά
Ετυμολογία
ραγδαίος αρχαία ελληνική ῥαγδαῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ραγδαίος -α, -ο
✦ που εκδηλώνεται με σφοδρότητα και πλησμονή, ορμητικός: ραγδαία βροχή
✦ (μτφ. ) ξαφνικός, βίαιος, ακάθεκτος: ραγδαία πτώση των αξιών – ραγδαίες εξελίξεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ραγδαία (Κ ραγδαίως)