πυρομάντης


πυρομάντης
Προφορά

Ετυμολογία
πυρομάντης μεταγενέστερη ελληνική πυρόμαντις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πυρομάντης

✦ θηλ. πυρομάντισσα (Κ ο,η πυρόμαντις, -εως) μάντης που ασκεί την τέχνη του με τη φωτιά, που μαντεύει τα μέλλοντα από την παρατήρηση της φωτιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.