πυρολάτρης


πυρολάτρης
Προφορά

Ετυμολογία
πυρολάτρης πυρ + λάτρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πυρολάτρης

✦ θηλ. πυρολάτρισσα (Κ -τρις, -ιδος) που λατρεύει τη φωτιά ως θεϊκή ή μυστηριακή δύναμη
✦ οπαδός της θρησκείας του Ζωροάστρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.