πυκνωτής Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πυκνωτήςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πυκνωτής.mp3Ετυμολογίαπυκνωτής πυκνώνω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο πυκνωτής ✦ όργανο που χρησιμεύει για την εναποθήκευση ηλεκτρικού φορτίου Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–