πυκνωτής


πυκνωτής
Προφορά

Ετυμολογία
πυκνωτής πυκνώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πυκνωτής

✦ όργανο που χρησιμεύει για την εναποθήκευση ηλεκτρικού φορτίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.