πυκνός
Προφορά
Ετυμολογία
πυκνός αρχαία ελληνική πυκνός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πυκνός -ή, -ό
✦ που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό όγκο, πηχτός
✦ (μτφ. ) αδιαπέραστος: πυκνό τείχος – σκοτάδι
✦ αλλεπάλληλος, συχνός: πυκνά πυρά
✦ συνεπτυγμένος: πυκνή παράταξη
✦ πλούσιος, άφθονος: πυκνή βλάστηση
✦ περιεκτικός, συνοπτικός: πυκνό ύφος – πυκνή έκφραση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αραιός
Επιρρήματα
πυκνά (Κ πυκνώς)