πρωτεξαδέλφη


πρωτεξαδέλφη
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτεξαδέλφη πρώτος + εξάδελφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρωτεξαδέλφη

✦ θηλ. πρωτεξαδέλφη πρώτος ξάδερφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.