πρωτάρης


πρωτάρης
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτάρης πρώτος

Ερμηνεία
πρωτάρης

✦ -άρα, -άρικο επίθ. πρωτόπειρος, που για πρώτη φορά κάνει ή δοκιμάζει κάτι
✦ θηλ. πρωτάρα ως ουσ., η πρωτόγεννη

Συνώνυμα

Αντίθετα
έμπειρος, πολύπειρος, μπασμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.