αδόκητος


αδόκητος
Προφορά

Ετυμολογία
αδόκητος αρχαία ελληνική ἀδόκητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδόκητος -η, -ο

✦ ο μη αναμενόμενος, αναπάντεχος, ξαφνικός: αδόκητος θάνατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδόκητα (Κ αδοκήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.