προχειρογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
προχειρογραφία προχειρογράφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προχειρογραφία
✦ ό,τι γράφεται πρόχειρα, χωρίς επαρκή μελέτη του θέματος ή χωρίς να τηρούνται οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες της γλώσσας: καθήκον έχουν οι απειράριθμοι μεταφραστές μας να εγκαταλείψουν την εύκολη προχειρογραφία (Εμμ. Κριαράς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–