προύχοντας
Προφορά
Ετυμολογία
προύχοντας αρχαία ελληνική προύχων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προύχοντας
✦ πρόκριτος, προεστός: ήταν ο πρώτος του χωριού, ο προύχοντας, ο προεστός, σαν που λεν εκεί, ένας από τους αρχόντους (Γ. Ψυχάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–