προσαρμοστικός
Προφορά
Ετυμολογία
προσαρμοστικός προσαρμόζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσαρμοστικός -ή, -ό
✦ που προσαρμόζεται εύκολα
✦ (οφθαλμ.) προσαρμοστικός φακός, ο φακός που δίνει ικανότητα προσαρμογής στο μάτι (βλ. κ. προσαρμογή)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απροσάρμοστος
Επιρρήματα
–