προσάραξη


προσάραξη
Προφορά

Ετυμολογία
προσάραξη μεταγενέστερη ελληνική προσάραξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσάραξη

✦ (ναυτ.) το αποτέλεσμα του προσαράζω, η κατάσταση προσαραγμένου σκάφους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.