προληπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
προληπτικός μεταγενέστερη ελληνική προληπτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προληπτικός -ή, -ό
✦ που μπορεί να προλάβει κάτι, ιδ. δυσάρεστο: προληπτικά μέτρα κατά της εγκληματικότητας – προληπτική αγωγή (αντίθ. της θεραπευτικής) – προληπτική λογοκρισία (αντίθ. της κατασταλτικής)
✦ που έχει προλήψεις, δεισιδαίμων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προληπτικά (Κ προληπτικώς)