προκείμενος
Προφορά
Ετυμολογία
προκείμενος μτχ. του αρχαίου ελληνικού πρόκειμαι
Ερμηνεία
προκείμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) ο ευρισκόμενος μπροστά
✦ ουδ. το προκείμενο(ν) ως ουσ., το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του αποκλειστικά στο προκείμενο (Άγγ. Βλάχος)
✦ επί του προκειμένου, ως προς το θέμα που μας απασχολεί – φρ. προκειμένου να, εφόσον ή επειδή μέλλει να συμβεί κάτι: το αναγκαίο άλμα που πρέπει να κάνει η κοινωνία μας προκειμένου να πλησιάσει και να παραμείνει ως ισότιμος εταίρος στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ εν προκειμένω, στο θέμα που συζητούμε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–