προανάκριση
Προφορά
Ετυμολογία
προανάκριση προανακρίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προανάκριση
✦ προκαταρκτική ανάκριση που διενεργείται μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα και αποσκοπεί στη βεβαίωση ή διαλεύκανση αξιόποινης πράξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–