πληθαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
πληθαίνω αρχαία ελληνική πληθύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πληθαίνω
✦ αυξάνω κάτι: ο δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του (Κ. Βάρναλης)
✦ (αμτβ.) αυξάνομαι σε ποσότητα ή αριθμό: πλήθαιναν γύρω σου οι μορφές, τ’ άγνωστα πρόσωπα (Γ. Γεραλής)
Συνώνυμα
πολλαίνω
Αντίθετα
λιγοστεύω
Επιρρήματα
–