πλέγμα
Προφορά
Ετυμολογία
πλέγμα αρχαία ελληνική πλέγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλέγμα
✦ καθετί που έχει πλεχτεί ή συστραφεί
✦ (μτφ. ) σύνολο συνδεομένων μεταξύ τους πραγμάτων ή καταστάσεων: αντιδημοκρατικό πλέγμα νόμων (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–