περιπεπλεγμένος
Προφορά
Ετυμολογία
περιπεπλεγμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος περιπλέκω
Ερμηνεία
περιπεπλεγμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο γεμάτος εμπόδια ή δυσχέρειες, που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, περίπλοκος, πολύπλοκος: περιπεπλεγμένη υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–