πεπαλαιωμένος


πεπαλαιωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πεπαλαιωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος παλαιώνω

Ερμηνεία
πεπαλαιωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει παλιώσει: πεπαλαιωμένο σπίτι
✦ που ίσχυε στο παρελθόν, απαρχαιωμένος: πεπαλαιωμένες αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.