παραμακρύνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραμακρύνω παρά + μακρύνω, -αίνω
Ερμηνεία
παραμακρύνω
✦ κ. παραμακραίνω ρ. (παραμάκρ-υνα, -εμένος) μακραίνω κάτι περισσότερο απ’ όσο πρέπει: την παραμάκρυνες τη φούστα σου
✦ (αμτβ.) γίνομαι υπερβολικά μακρύς
✦ αργώ πολύ: παραμάκρυνε η μέρα της απελευθέρωσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παρακονταίνω
Επιρρήματα
–