αβασίλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αβασίλευτος αρχαία ελληνική ἀβασίλευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβασίλευτος -η, -ο
✦ ο χωρίς βασιλιά: αβασίλευτη δημοκρατία
✦ η λ. χρησιμοποιείται και για τον ήλιο, το φεγγάρι και, γενικά, τα ουράνια σώματα που δεν έδυσαν: κι απάνω μου αβασίλευτος ήλιος μεσημεριάτης (Μ. Αυγέρης)
✦ (κ. μτφ.): δόξα αβασίλευτη – θα σε φέρνει αβασίλευτη πηγή φωτός, χαράς, τιμής κι ελευτερίας (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βασιλεμένος
Επιρρήματα
–