παράγω
Προφορά
Ετυμολογία
παράγω αρχαία ελληνική παράγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παράγω
✦ γεννώ ή κατασκευάζω γεωργικό, βιομηχανικό ή άλλο προϊόν
✦ δημιουργώ, συνθέτω πνευματικό προϊόν
✦ (γραμμ.) σχηματίζω λέξη από άλλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–