παπαδιά
Προφορά
Ετυμολογία
παπαδιά μεσαιωνική ελληνική παπαδία, ανδρωνυμ. του παπάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παπαδιά
✦ η σύζυγος του παπά, πρεσβυτέρα: μια παπαδιά στολίζεται να πάει στο πανηγύρι (δημ. τραγ.)
✦ είδος ομαδικού παιχνιδιού
✦ κάθε ραβδί ή βέργα ως όργανο τιμωρίας των παιδιών
✦ το τιμόνι κάθε πλεούμενου, το δοιάκι, η λαγουδέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–