παξιμαδοκλέφτης


παξιμαδοκλέφτης
Προφορά

Ετυμολογία
παξιμαδοκλέφτης παξιμάδι + κλέφτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παξιμαδοκλέφτης

✦ θηλ. -κλέφτρα αυτός που κλέβει παξιμάδια
✦ (θηλ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών, κοκότα ά. παξιμάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.