παθός


παθός
Προφορά

Ετυμολογία
παθός μτχ. παθών του αορ. έπαθον του ρήματος πάσχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παθός

✦ πρόσωπο που γνωρίζει καλά κάτι από δυσάρεστη πείρα: φρ. ο παθός μαθός (όποιος έπαθε, έμαθε): τώρα η νύχτα τελειώνει. Παθοί και μαθοί ξέρουν, όταν η μάχ’ η μεγάλη δοθεί (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.