παθαίνω


παθαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
παθαίνω μεταγενέστερη ελληνική παθαίνω

Ερμηνεία
ρήμα παθαίνω

✦ πάσχω, υφίσταμαι κάτι κακό: ο λαός θυμάται μόνο τα όσα παθαίνει κι όχι τα όσα ωφελείται (Άγγ. Βλάχος)
✦ φρ. την έπαθε, αστόχησε ή ατύχησε
✦ (μέσ.) παθαίνομαι, αισθάνομαι ζωηρή συγκίνηση, κυριεύομαι από έντονο πάθος: παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη (Κ. Καβάφης)
✦ εξάπτομαι, παραφέρομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.