παζάρι
Προφορά
Ετυμολογία
παζάρι └τουρκ┘pazar
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παζάρι
✦ συνάθροιση πωλητών σε ορισμένο μέρος και ορισμένη μέρα της εβδομάδας για την πώληση των προϊόντων τους, ά. λαϊκή αγορά
✦ τόπος δημόσιας αγοράς: για πάρ’ τη από το χέρι σου και σύρ’ τη στο παζάρι (δημ. τραγ.) – φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι, για όσους αναμιγνύονται σε ζητήματα άσχετα προς αυτούς ή προς την αρμοδιότητά τους
✦ διαπραγμάτευση σχετικά με την τιμή εμπορεύματος ή τους όρους συμφωνίας κτλ.: φρ. κάνω παζάρια, παζαρεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–