οξύνω
Προφορά
Ετυμολογία
οξύνω αρχαία ελληνική ὀξύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οξύνω
✦ κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό
✦ (μτφ. ) εξάπτω, ερεθίζω: καλό είναι να μην οξύνονται τα πάθη
✦ (μτφ. ) κάνω κάτι ξινό
✦ (γραμμ.) τονίζω με οξεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμβλύνω
Επιρρήματα
–