οδοποιητικός
Προφορά
Ετυμολογία
οδοποιητικός μεταγενέστερη ελληνική ὁδοποιητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οδοποιητικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην κατασκευή δρόμου ή ο κατάλληλος για έργα οδοποιίας: οδοποιητικά μηχανήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–