ντύμα
Προφορά
Ετυμολογία
ντύμα ντύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ντύμα
✦ φόρεμα
✦ επένδυση, ιδ. βιβλίου
✦ (γεν.) κάλυμμα
✦ (κ. μτφ.): κρύβουν με το ντύμα της εντιμότητας τις ζοφερές πραγματικότητες (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–