μοναξιά


μοναξιά
Προφορά

Ετυμολογία
μοναξιά μεσαιωνική ελληνική μοναξία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μοναξιά

✦ το να ζει κανείς μόνος: είμαι τελείως μόνη και δε νιώθω καμιά ελπίδα να βγω αληθινά από τη μοναξιά μου (Γ. Θεοτοκάς)
✦ τόπος χωρίς ανθρώπους: η μοναξιά του πελάγους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.