μόλις
Προφορά
Ετυμολογία
μόλις αρχαία ελληνική μόλις
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ μόλις
✦ (ως τροπικό) με μεγάλη δυσκολία, με κόπο ή ελάχιστα: φρ. μόλις και μετά βίας
✦ (ως χρονικό) πριν από λίγο: μόλις φάγαμε
✦ (ως σύνδ. χρον.) όταν, ευθύς, καθώς: μόλις φτάσαμε, πέσαμε για ύπνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–