μητρώος


μητρώος
Προφορά

Ετυμολογία
μητρώος αρχαία ελληνική μητρῷος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μητρώος -α, -ο

✦ ο προερχόμενος από τη μητέρα, μητρικός (πρβλ. κ. πατρώος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.