μαγκούφης
Προφορά
Ετυμολογία
μαγκούφης └τουρκ┘vakιf (= κληροδότημα) με ανομοίωση
Ερμηνεία
μαγκούφης
✦ -α κ. -ισσα, -ικο επίθ. άνθρωπος που ζει χωρίς οικογένεια, μόνος και έρημος: δεν έχω δα κανέναν άλλο στον κόσμο. Είμαι ένας μαγκούφης. Δεν πρόφτασα να παντρευτώ, να κάμω οικογένεια (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) κακομοίρης, απρόκοφτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–