λωτοφάγος


λωτοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
λωτοφάγος αρχαία ελληνική λωτοφάγος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λωτοφάγος -ος, -ο

✦ ο τρεφόμενος με λωτούς
✦ αρσ. πληθ. οι Λωτοφάγοι ως ουσ., αρχαίος μυθικός λαός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.