λωποδύτρια


λωποδύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
λωποδύτρια αρχαία ελληνική λωποδύτης (= κλέφτης ενδυμάτων)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λωποδύτρια

✦ θηλ. λωποδύτισσα κ. λωποδύτρια κλέφτης και ιδ. αντικειμένων: οι λωποδύτες βρήκαν τη χρυσή εποχή τους. Έμπαιναν σ’ ανυπεράσπιστα σπίτια κι έπαιρναν ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.