λέβητας
Προφορά
Ετυμολογία
λέβητας αρχαία ελληνική λέβης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λέβητας
✦ μεγάλη μεταλλική χύτρα, καζάνι
✦ κλειστή συσκευή η οποία τροφοδοτείται με νερό, που με την καύση πετρελαίου, αερίου ή άλλης καύσιμης ύλης, μετατρέπεται σε ατμό που τροφοδοτεί θερμικές μηχανές ή προορίζεται για άλλες χρήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–