λαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
λαλώ αρχαία ελληνική λαλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λαλώ -είς, -εί
✦ μιλώ: να μην τους δουν… οι περί ηθικής λαλούντες (Κ. Καβάφης)
✦ (για πουλιά) κράζω, κελαηδώ: έξω, στη λεύκα την παλιά, λαλούσαν τα πουλιά (Κ. Χατζόπουλος) – όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου (Ν. Καρούζος)
✦ (για μουσικό όργανο) ηχώ, παίζω
✦ (θηλ. μτχ. ενεστ.) λαλουμένη, η γλώσσα που μιλιέται από το λαό, δημοτική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
γραφομένη, καθαρεύουσα, λογία
Επιρρήματα
–